θακῶ

θακῶ
θᾱκῶ , θακέω
sit
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
θᾱκῶ , θακέω
sit
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θακώ — θακῶ, έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, έω (Α) [θάκος] 1. κάθομαι («έν θρόνῳ θωκέων», Ηρόδ.) 2. κάθομαι στον βωμό ως ικέτης («βώμιος θακεῑς», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • θάκῳ — θά̱κῳ , θᾶκος seat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθακώ — ἐνθακῶ, έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) [θακώ] κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι (α. «ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῡντ ἴδω», Σοφ.) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

  • θάκη — θάκη, ή (Α) αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία τής λ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι προήλθε με αντίστροφη παραγωγή < θακώ] …   Dictionary of Greek

  • θάκημα — θάκημα, το (Α) [θακώ] 1. (για ικέτες) το να κάθεται κάποιος κοντά στον βωμό 2. το κάθισμα («ὦ Πανός θακήματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • θάκησις — θάκησις, ή (Α) [θακώ] το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • προσθακώ — έω, Α κάθομαι κοντά ή επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θακῶ «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”